• Εργοβιογραφικό Σινόπουλου
  • image
  • Μικρό ιστορικό
  • image
Previous Next
 

ΝΥΧΤΑ στοὺς δρόμους τοῦ Περισσοῦ. Ἕνας μεσόκοπος γιατρὸς περπατάει ἀργὰ στοὺς δρόμους τῆς συνοικίας του. Τώρα βρίσκεται πίσω ἀπὸ τὶς ξεχασμένες οἰκοδομὲς ἐρή­μων παλιῶν ἐργοστασίων. Συλλογίζεται γιὰ λίγο τὸν ἄρρωστο ποὺ ἔστειλε στὸ νοσο­κομεῖο. Ἕνας ἀντιπαθητικός, ἀνάποδος, ὅλο ἐξηγήσεις γύρευε, φοβόταν θὰ πεθάνει, δὲν ἤθελε νὰ ξεκολλήσει ἀπὸ τὸ σπίτι του. Τώρα ὁ γιατρὸς περπατάει συλλογισμένος, ἀνή­συχος, βασανισμένος, ἀξεδίψαστος, ἀνικανοποίητος, βαρὺς ἀνάμεσα στὴ σκέψη καὶ τὴν κούραση. Ξέρει τί θέλει, μὰ δὲν ξέρει τί θέλει, τί γυρεύει σ' αὐτὸν τὸν κόσμο, τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ τὸν τυραννάει, ἐκεῖνο ποὺ ἀναδεύει μέσα του ἀκατάπαυστα, τὸν πονάει, τὸν καταματώνει. Τὰ ὄνειρά του ἔχουν ἕνα πλῆθος σκιές, οἱ ἐπιθυμίες του εἶναι γεμάτες ἀγκάθια. Ἕνα φεγγάρι πλατὺ στὸν οὐρανό, φεγγαρόφωτο της ἄνοιξης, ἀσημώνει στέ­γες σπιτιῶν, δρομάκια, δρόμους, λιγοστὰ δέντρα. Ἡ σελήνη, τὸ ψυχρόν της ἀργύριον, ὁ Κάλβος καὶ τὰ λοιπά. Ἀργότερα, τσακισμένος γυρίζει στὸ σπίτι του. Τρώει, πέφτει νὰ κοιμηθεῖ, τὸ γεμάτο φεγγάρι τοῦ φέρνει ἀϋπνίες. Ὁ γιατρὸς ὡστόσο κοιμᾶται, τὸ τηλέφωνο κοιμᾶται, τὰ φῶτα σβηστά, ὅλος ὁ κόσμος τριγύρω κοιμᾶται. Καληνύχτα.

ΟΤΑΝ ἡ στροφὴ στὴν Ἀλβάνιτσα καὶ τὸ πέρα-
σμα στὸ Μπέλεσι μέσα ἀπ' τὸ ποτάμι.
Ὅταν ἐκεῖνο τὸ ποτάμι μὲ τὶς πέτρες του στὴν
Ἤπειρο, τ' ἄλλο στὴν Ἰταλία.
Ὅταν ὁ σκουριασμένος σκελετὸς τοῦ αὐτοκινήτου
στὸ Βυζίτσι.
Ὅταν ὁ δρόμος γιὰ τὸν Ἁγιαντρέα καὶ τὸ κόκκινο
σπίτι.
Ὅταν οἱ μπανιέρες στὸ Κατάκωλο μέσα στὴν
ἥσυχη θάλασσα.
Ὅταν τὸ τραῖνο Πύργου-Κατακώλου, ὁ Θύμιος,
ἡ σφυρίχτρα του.
Ὅταν τὸ χωριὸ Πεντάλοφο καὶ τὸ χωριὸ Ἑπτα-
χώρι.
Ὅταν ἡ νάρκη δίπλα στὸ νερό, στὴ βρύση.
Ὅταν ὁ λοχαγὸς Τσεπέτης, ὁ λοχαγὸς Καραβα-
σίλης.
Ὅταν ὁ γυρισμὸς στὴν Ἀθήνα, Ἀπρίλη τοῦ '41.
Ὅταν ὁ γυρισμὸς στὴν Ἀθήνα τὸ Μάη τοῦ '49.
Ἢ Λάρισα τὸ καλοκαίρι.
Ὅταν ἡ νύχτα κι ἡ πλατεία τῆς Λάρισας.
Ὅταν ὁ ἀντάρτης μὲ τὸ τσακισμένο χέρι.
Ὅταν τὸ δωμάτιο Ἰβήρων 14, τὸ ψωμὶ καὶ τὸ
γάλα.
Ὅταν τὸ σκυλί.
Ὅταν ἡ Στέλλα κι ἡ λαχτάρα της.
Ὅταν ὁ Παῦλος.
Ὅταν ὁ Καχτίτσης πάντοτε ἄψογος.
Ὅταν ἡ Κατοχή, ὅταν ἡ φυλακὴ μὲ τὰ ποντίκια στὸν Πύργο.
Ὅταν ἡ ἄλλη φυλακή.
Ὁ πόλεμος ὁ ἕνας, ὁ πόλεμος ὁ ἄλλος.
Ὅταν Ὀχτώβρη καὶ Δεκέμβρη τοῦ '44.
Ὅταν οἱ νύχτες.
Οἱ δρόμοι τῆς Ἀθήνας καλοκαίρι τοῦ '74.
Ὅταν τὸ πρῶτο σου βιβλίο.
Ὅταν μία μέρα συναντήθηκες.
Ὅταν ἡ στέρηση.
Ὅταν οἱ νύχτες.
Ὅταν τὸ στόμα σου ξερό.
Ὅταν ὁ πρῶτος πεθαμένος.
Ὅταν ἐκεῖνα τὰ χειρόγραφα.
Ὅταν ἐσὺ κι ἡ μνήμη σου.
Ὅταν στὸ τέλος γίνηκες αὐτὸ τὸ σουρωτήρι ποὺ κρατάει μονάχα τσόφλια καὶ σκου­πίδια καί.

ΚΑΤΟΙΚΟΥΣΑ τότε Ἁγίας Ἀναστασίας 7, Περισσός. Τὸ σπίτι περίπου ἰσόγειο, γωνία. Ἐπάγγελμα γιατρός. Οἰκονομικὴ κατάσταση μετριότατη. Ἀπασχόληση: ἡ ποίηση κι ὅλα τὰ σχετικά. Καὶ εἶναι Αὔγουστος. Μεσημέρι Αὐγούστου. Τὰ ψιθυρίσματα δυὸ ἀνθρώπων ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο, ὁ ἀέρας τοῦ Αὐγούστου σηκώνει χώματα καὶ σκόνη, οἱ ἀπέναντι λεῦκες στὸ μικρὸ κῆπο σαλεύουν ἄσκημα, τὸ κρεβάτι κακοφτιαγμένο, ἡ ντουλάπα ἀπέναντι ἀπὸ τὸ κρεβάτι, ὁ σκοτωμένος ὕπνος. Ἡ σκόνη μιᾶς Τετάρτης με­σημέρι - ἀπομεσήμερο καλοκαιριοῦ, βουλιάζεις στὴ ζέστη, διαλύεσαι. Τὸ καλοκαίρι ἕνας καθρέφτης τοῦ κενοῦ.

 

ΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΟ δυνατή, μαύρη ἀρρώστια. Ἐσὺ βογγᾶς μὲ πόνους πυρετὸ καὶ παραι­σθήσεις. Νύχτα καὶ λίγο φῶς - μόλις ποὺ φαίνεται στὸ διπλανὸ γραφεῖο. Διψᾶς, στά­λα νερὸ στὸ διψαλέο ποτήρι κι ἡ βρύση ἀκούγεται στὸν κάτου κόσμο. Ἔρχεται ὁ ὕ­πνος καὶ βυθίζεσαι, ξυπνᾶς ἀπότομα χαράματα, μούσκεμα στὸν ἵδρωτα. Ξαναβρίσκεις τὸ κορμί σου, σακατεμένο ὅπου τ' ἀγγίξεις. Ἡ ἀρρώστια βγαίνει τώρα ἀπ' τὸ κορμὶ σὰν τὸ ρετσίνι ἅμα χαράξεις βαθειὰ τὴ φλούδα στὸ πεῦκο. Τὸ ἴδιο κι ἢ πίκρα τῆς ἀρ­ρώστιας βγαίνει παντοῦ ἀπ' τὸ κορμί, πικραίνει γύρω ὁ τόπος, ὀνομάζεται Περισσός.

ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ ἡ ἰδέα (ὄχι ἡ φόβος) ἑνὸς ἐπικείμενου θανάτου. Πῶς θὰ πεθάνω;
Μέσα σὲ πόνους, σὲ ξεράσματα, σὲ σκατά; Θάναι μέρα ἢ νύχτα;
Παλεύοντας ἀνάμεσα στὸ κόκκινο καὶ τὸ μαῦρο.
Ποιὸ κόκκινο; Ποιὸ μαῦρο;
Παλεύοντας μὲ τὸ τεράστιο φτερωτὸ ψάρι ποῦ μπῆκε ἀπ' τὸ παράθυρο;
Μαχαιρωμένος; φαρμακωμένος;
Ἢ μ' ἕνα πυρωμένο στεφάνι νὰ σφίγγει τὸ στῆθος;
Λαχανιάζοντας ὅλη τὴ νύχτα;
Τί ἔκανα ἀπόψε τὴ νύχτα;
Τί πρόσθεσα σὲ ποσοστὰ στὸ θάνατό μου;
Ποιὸς θὰ παραστέκει τὸ κουφάρι μου;
Ποιὸς ἀληθινὰ θὰ μὲ παραστέκει;
Τὰ βιβλία μου ξερὰ γεμάτα σκόνη στὰ ράφια.
Τὰ χαρτιά μου σκόρπια πεταμένα δῶθε κείθε, θὰ τὰ κάνουν ἕνα πακέτο, θὰ τὰ φάει
ἡ ὑγρασία, τὰ ποντίκια, ὁ χρόνος.
Τί θάχω γιὰ νὰ ὑπάρξω μετὰ τὸ θάνατό μου;
Ὕστερα τί μὲ νοιάζει ἂν θὰ ὑπάρξω μετὰ τὸ θάνατό μου;
Ἥσυχες σκέψεις στὸ κρεβάτι μ' ἕνα τσιγάρο στὶς 2 τὸ πρωί, περιμένοντας νὰ μὲ πά­ρει ὁ ὕπνος.

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ἐσωτερικὴ ἀποσύνθεση, μήτε τὸ μυαλὸ σαλεύει, μήτε τὸ κορμὶ μπορεῖ νὰ κινηθεῖ, οἱ αἰσθήσεις ἔχουν καταπέσει. Πολλὲς παλιότερες ἥμερες, ἀναρίθμητες, τὸ ἴ­διο ἀκίνητες καὶ κούφιες, μέσα σου φανερώνεται μ' ἔντονο φωτισμὸ κινηματογράφου, ἡ γύμνια-ἐρήμωση, μικρὲς ἢ μεγάλες ἧττες συνήθως ἀπροσδόκητες, ἐπίμονες λεηλασίες, ἡ αἴσθηση τῆς ματαιοπονίας, τῆς ματαιότητας, μόνο ξερὲς ἐφημερίδες, ἐκνευριστικές, φυσάει ἀνάστατος ἀέρας, ξερὸ μυαλό, ὁ χρόνος ποὺ χάνεται, ὅλος ὁ χρόνος σκουπιδιάζεται, ἕνας ἀπέραντος σκουπιδότοπος, Ἑλλὰς Ἑλλήνων Χριστιανῶν, μιὰ ἀπέραντη μία σκοτεινὴ ἀπειλή, ὁ φόβος, ὁλάκερη ἡ ὕπαρξη νὰ εἶναι μία πληγὴ ποὺ βρωμάει, χωρὶς νὰ ἔχει πονέσει ποτέ, σήμερα πρώτη Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1973, ἐγὼ στὸ χαρτὶ φω­νάζοντας.

 
Design by infolib
Design by : infolib.