• image
  • Μικρό ιστορικό
  • image
  • Εργοβιογραφικό Σινόπουλου
Previous Next
 

Ο ΕΠΙΖΩΝ

Ἐδῶ στοχάζομαι δὲ θὰ ξανάρθει ὁ Φίλιππος
σὲ τούτη τὴν ἀκίνητη κοιλάδα.
Πολλά τοῦ τάξαμε ἀπὸ λάφυρα κι ἀπὸ σειρῆνες.
Μὰ κεῖνος ἤτανε στραμμένος σ' ἄλλα ὁράματα.
Μιὰ ἀπέραντη πατρίδα ὀνειρευότανε. Ποῦ εἶναι τὸ πρόσωπό σας
τὸ ἀληθινό σας πρόσωπο; μοῦ φώναξε.
Ἔφυγε κλαίγοντας ἀνέβηκε τὰ λαμπερὰ βουνά.
Ὕστερα τὰ καράβια ἐφράξανε τὴ θάλασσα.
Μαύρισε ἡ γῆ τὴν πῆρε ἕνας κακὸς χειμώνας.
Μαύρισε τὸ μυαλὸ ἕνα μακρὺ ποτάμι τὸ αἷμα.
Δὲ θὰ ξανάρθει ὁ Φίλιππος. Φυσάει ἀπόψε δυνατά.
Μεσάνυχτα στὴ Λάρισα τὸ ἔρημο καφενεῖο.
Ἡ φάτσα τοῦ συναχωμένου γκαρσονιοῦ κι ἡ νύχτα σαρωμένη
φωτιὲς παντοῦ καὶ πυροβολισμοὶ
μιὰ πολιτεία φανταστικὴ κι ἀσάλευτη
δέντρα πεσμένα στὶς οἰκοδομές.
Ποιὸ εἶναι τὸ δίκιο τοῦ πολεμιστῆ
ὁ ἀγώνας ποὺ σὲ πάει σ' ἄλλον ἀγώνα;
Δὲ θὰ ξανάρθει ὁ Φίλιππος. Ἀμετανόητος πάντα πείσμωνε.
Οἱ σκοτεινὲς μέρες τοὔφταιγαν τὰ ἐρειπωμένα πρόσωπα.
Τὸ αἷμα του ἀκούγοντας ἀνέβηκε τὰ λαμπερὰ βουνά.
Κι ἀπόμεινα
μονάχος περπατώντας καὶ σφυρίζοντας
μέσα στὴν κούφια Λάρισα. Καὶ τότε
ὡς τὴ Μακεδονία βαθιὰ σαλεύοντας ἠμίκλειστη
μὲς στὸ πλατὺ φεγγάρι τοῦ χειμώνα
μιλώντας μόνο περὶ σώματος ἡ χηρευάμενη
κυρία Πανδώρα.
Πέθανε χτικιάρης ὁ ἄντρας της τὶς μέρες τοῦ σαράντα τέσσερα.

 

 

Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ
ποὺ δὲν ὑπῆρχε στάλα νερὸ στὸ διψαλέο ποτήρι κι μέρα ἤτανε ἕνα
δάσος ἀκίνητο
μὲ κάκτους ἄσπρους καὶ σύρματα κι ἡ γῆ ἤτανε ἀγέρας σκόνη κι ὄνειρα πύρινα
ἐκεῖνες τὶς μέρες
ποὺ ὁ ἥλιος ἔτριβε τὴ ράχη του στὴν κοιλάδα κατακόκκινος καὶ ματωμένος ἀκολου­-
θώντας τὰ ἴχνη ἐνὸς ποταμιοῦ ποὺ ξεράθηκε ἐνῶ τὰ δέντρα μὲ γεροντικὲς φωνὲς ἔ-
στρίβανε κατὰ τὸ νότο παραμιλώντας γιὰ νερὸ καὶ σύννεφα
ἐκεῖνο τὸ καλοκαίρι
ποὺ ἐγὼ κάτω ἀπ' τὸ μάτι τοῦ μεσημεριοῦ συργιάνιζα διψασμένος κι ἔρημος σὰν τὴν
πεντάρα στὸ κουτὶ τοῦ ζητιάνου
πάνω στὸ ἀπόμερο οἰκόπεδο μὲ τὰ πυρωμένα χορτάρια καὶ τὰ σκουπίδια ποὺ ἄστρα-
­φταν σὰν παραμυθένια στολίδια ἀνάμεσα στὰ ξανθὰ καὶ σκούρα χώματα
ἕνας ἴσκιος λιγνὸς κινήθηκε πρὸς τὸ μέρος μου φύσηξε μία ἄξαφνη πνοὴ κι ὅλος ὁ τό­-
πος ἔγινε πέρασμα ὀνείρων ἐσωτερικὸ ἐνὸς τεράστιου ὀργάνου γεμάτου ἀντηχήσεις καὶ
μουσική.

Αὐτὸς ἔβγαλε τὸ καπέλο του καὶ χαιρέτησε.
Ἐμένα μὲ λένε Μὰξ εἶπε ὁ Μὰξ
ἄκουσα νὰ μιλᾶνε γιὰ σένα
ὅπως μιλᾶνε
γιὰ ἕνα σκυλὶ
ὅμως δὲ μοιάζεις μὲ σκυλὶ
πιὸ πολὺ μοιάζεις μὲ πόδι ἀνθρώπου
νομίζω πὼς εἶσαι τὸ πόδι μου
εἶπε ὁ Μάξ.

Ἐγὼ σώπαινα στεναχωρημένος.

Εἶναι καλύτερα νὰ μοιάζεις μὲ πόδι
εἶπε ὁ Μὰξ
τὰ πόδια εἶναι πιὸ ἀνήσυχα ἀπὸ τὰ μάτια
τρίβονται μὲ τὴ γῆ κουράζονται
μαθαίνουν
γι' αὐτὸ μὴν πικραίνεσαι
γιὰ τίποτα μὴν πικραίνεσαι
μοῦ μίλησαν γιὰ σένα
ὅπως μιλᾶνε
γιὰ ἕνα σκυλί.

Ὁ Μὰξ σώπασε μὰ ἡμουσικὴ ποὺ ἦταν γύρω μὲ τίποτα δὲ σταματοῦσε. Ἔβγαινε ἀ-
­πὸ παντοῦ. Ἐκεῖνος δὲν ἄκουγε - νομίζω ἡ μουσικὴ δὲν ἀκούει τὸν ἑαυτό της.

Πᾶμε ὡστόσο πιὸ ἐκεῖ στὸ δέντρο
ἀγαπῶ τὰ δέντρα εἶπε ὁ Μὰξ
τότε τὸ δέντρο
ἀπὸ σκοῦρο ἔγινε καταπράσινο
ἔδωσε φύλλα καὶ δροσιὰ
πιὸ πέρα ἀνάβλυσε μία πηγὴ
ὁ Μὰξ δρόσισε τὸ πρόσωπό του
ὕστερα
πῆρε νερὸ στὶς φοῦχτες καὶ ἤπιε
ὕστερα
πῆρε ξανὰ καὶ μοὖδωσε νὰ πιῶ
πιὲς σκύλε νὰ ξεδιψάσεις εἶπε
τρυφερά.

Καθὼς ἔπινα ξανάκουσα ἐκείνη
τὴ μουσικὴ
σκέφτηκα ἡ μουσικὴ εἶναι στὸ νερό.

Ἀγαπῶ τὶς πηγὲς εἶπε τότε ὁ Μὰξ
συνήθως εἶναι εὐχάριστες
τὸ νερὸ πηγαίνει ἀνάμεσα στὸ χορτάρι
ἀνάμεσα στὸ χῶμα ἀνοίγοντας
τὸ ρεῦμα του
στρίβοντας ἐδῶ ἢ ἐκεῖ ν' ἀποφύγει
τὶς πέτρες
ὕστερα χάνεται μέσα στὴ γῆ
ὅλα πηγαίνουν στὴ γῆ
εἶπε ὁ Μὰξ
ὅλα πηγαίνουν κάτω.
Ἔτσι γνώρισα τὸν Μάξ.


Τὴν ἄλλη μέρα ὁ Μὰξ
ἦρθε ξανὰ
πατώντας τὰ σκουπίδια.
Ὑπάρχουνε εἶπε ὁ Μὰξ πολλὲς πληγὲς
γι' αὐτὸ τὸ χέρι νἆναι καθαρὸ
ποὺ θὰ περάσει ἐπάνω.
Κοίταξε αὐτοὺς ποὺ περπατοῦν
ποιὸ πόδι μπαίνει ἐμπρὸς
ἢ ποιὸ διστάζει
βαστώντας τὸ κορμὶ σὲ φόβο.
Γιατί εἴμαστε σὲ φόβο εἶπε ὁ Μὰξ
μιλᾶμε μόλις μᾶς ἀκοῦν
στεκόμαστε μακριὰ ἀπ' τὸ φῶς
σὲ τούτη τὴ γωνιὰ τῆς κάμαρας
κοιτᾶμε ἀπ' τὸ παράθυρο
τί πρόσωπο ἔχει αὐτὸς ποὺ στέκεται
καὶ τὶ κινήσεις.
Πράματα ἀσήμαντα θὰ πεῖς
κουράζεσαι καὶ σκέφτεσαι ἄλλα
ὕστερα σοὔρχονται ὅλα ξαφνικὰ
δικάζεσαι γιὰ φόνο.
Γι' αὐτὸ τὰ μάτια σου νὰ τἄχεις ἀνοιχτὰ
νἆσαι συγκεκριμένος
ἂν τύχει κάποιος ποὺ διψᾶ
νὰ λὲς ἡ βρύση αὐτὴ ποὺ κεῖται ἐκεῖ
κι ὁ ἄλλος νὰ νιώθει τὴ δροσιά.

Τὴν ἴδια νύχτα κάτω ἀπὸ τὸν ξάστερο οὐρανὸ
ὁ Μὰξ εἶπε γιὰ τὴ νύχτα.
Ἡ νύχτα εἶναι τὰ μυστικὰ τῶν ἀνθρώπων
ποὺ βγαίνουν νὰ δροσιστοῦν.
Τὴ νύχτα ὁ πόνος τῶν ἀνθρώπων
ρίχνει τὸν ἴσκιο του
στὸν οὐρανό.
Ἐγὼ ἀνήκω στὴ νύχτα εἶπε ὁ Μὰξ
στὸ ἀστεροφώτιστο βασίλειο τοῦ αἰνίγματος
εἶμαι διαυγὴς καὶ ἥσυχος ὡστόσο
εἶμαι πάμφωτος
νιώθω τὴ νύχτα νἆναι τὸ κορμί μου
εἶπε ὁ Μὰξ
Κι ὑποφέρω.

Τὴν ὥρα ἐκείνη νόμισα πὼς ἄκουγα νὰ μπαίνει ἀπὸ παντοῦ ἡ θάλασσα.

Εἶναι τὰ δέντρα ποὺ ἀνασαίνουν εἶπε ὁ Μὰξ
μεταμορφώνονται σὲ σύννεφα
πολλὲς μεταμορφώσεις γίνονται
μέσα στὴ νύχτα
κι ἄξαφνα σταματάει ἡ καρδιά.
Ἔλα στὸ σπίτι μου εἶπε τότε ὁ Μάξ.
Καθότανε στὴν ἄλλη συνοικία
εἶχε πολλὲς οἰκοδομὲς
κι ἀνάμεσα φωνὲς γυναικῶν.
Ἐκεῖ στὸ ἀπέναντι οἴκημα καθότανε
καὶ τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαποῦσα τότε

ποὺ μὲ κοίταζε γλυκὰ καὶ μοὔλεγε δὲν τὴν καταλαβαίνω τὴν ἀγάπη σου μπαίνει ἀπ'
τὴν πόρτα μου πῶς μπαίνει ὁ ἀέρας στὸ λαιμὸ καὶ φέρνει βήχα. Μ' ἀρέσεις μὰ ἡ καρ­-
διά μου εἶναι ψηλά. Καὶ τώρα φύγε ὁ ἴσκιος σου μοῦ κόβει τὰ ὄνειρά μου. Ἦταν μία
πείνα μέσα της γλυκιὰ σὰν πυρετὸς πάνω σὲ χιόνι τρελὴ σὰν τὸ τζουλούφι ποὺ τὸ
παίρνει ὁ ἀέρας.

Ἐκεῖ λοιπὸν καθόταν ὁ Μὰξ
μονάχος σὲ μία τεράστια κάμαρη
γεμάτη πόρτες καὶ παράθυρα
μιὰ κάμαρη μὲ τοίχους καὶ καρέκλες ἥσυχες
γύρω τριγύρω λάφυρα
προβιὲς καὶ κύπελα κι ἄλλα παράξενα
ποὺ μέσα τους γυρόφερνε
μιὰ ἀμέριμνη γαλήνη.
Στὴ μέση ἀρμένιζε ἄσπιλος ὁ Μὰξ
φτωχότερος κι ἀπὸ τὴ φούχτα τοῦ καλόγερου
μιὰ ἄγρια φτώχεια πανύψηλη
καθὼς εἶναι οἱ κορυφὲς τῶν δασῶν
ὅταν περνᾶνε τὰ πουλιὰ
καὶ πᾶνε στὸ νότο.
Ὁ Μὰξ εἶπε
εἶμαι ἔξω ἀπὸ τὴ σφαγὴ τῶν ἀμνῶν
καὶ τῶν λύκων
πολλὲς φορὲς περπάτησα
πάνω στὸ τεντωμένο σκοινὶ
καὶ κάτω ἤτανε χιόνι
ἂν ἔπεφτα τὸ χιόνι θὰ γινόταν κόκκινο
δὲ συμπαθῶ τὸ κόκκινο
μήτε τὸ μαῦρο.
Κάθε φορὰ ποὺ συλλογίστηκα πάνω στὰ χρώματα
πήγαινα μὲ τὸ πράσινο.

Ἔτσι μιλοῦσε ὁ Μὰξ καὶ γινόταν δροσερὸς σὰν ἐσωτερικὸ καρποῦ. Μὲς στὴ φωνὴ τοῦ
Μὰξ ὑπῆρχε ἕνα μικρὸ φαναράκι ποὺ πιτσίλιζε τὰ λόγια του μὲ σταλαματιὲς ἡσυχίας.

Γιατί ὁ Μὰξ πίστευε στὸ πράσινο
πίστευε στὴν ὀργιαστικὴ βλάστηση
τοῦ μέλλοντος.

Εἶχε στὸ παρεθύρι του ἕνα μικρὸ γεράνι ἕνα μικρὸ πράσινο φῶς κι ἐκεῖ κάρφωνε τρυ­-
φερὰ τὰ μάτια του.

Ὅταν θὰ γίνουν ὅλα ἀπέραντα εἶπε ὁ Μὰξ
ὅταν κανεὶς δὲ θἆναι ἰδιοκτήτης

καὶ γυρίζοντας ἄξαφνα σὲ μένα

ὀνειρεύομαι ὅπως ὀνειρεύεται
τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαπᾶς εἶπε ὁ Μὰξ
κάθε πρωὶ τὴ βλέπω ποὺ χτενίζεται
ὕστερα προσπαθεῖ νὰ πηδήξει
τὸν ἴσκιο τῆς πολιτείας
μπερδεύεται καὶ γελάει.

Ἡ καρδιά μου σκιρτοῦσε ὀδυνηρὰ σκεφτόμουν τὶ σημασία ἔχουν ὅλα αὐτά.

Μὰ ἐσὺ μὴ λησμονήσεις ν' ἀγαπᾶς
εἶπε ὁ Μὰξ
ἡ ἀγάπη σὲ κάνει νἆσαι
σὰν ὄργανο μὲ ἑκατομμύρια χορδὲς
ἢ σὰν τοπίο.
Μοῦ ἀρέσουν τὰ τοπία
εἶπε ὁ Μὰξ
κι ἄγγιξε μὲ τὸ χέρι του
τὸν ὦμο μου.

Τότε ἦρθε πάλι ἐκείνη ἡ μουσικὴ
σκέφτηκα θἆναι ὁ ἀέρας.

Μὰξ τοῦ εἶπα μεῖνε μὲ τὰ ὄνειρά σου
ἐμένα ἄσε με νὰ φύγω
νὰ πάω μὲ τὰ δικά μου τὰ ὄνειρα
τὰ σκυλίσια μου ὄνειρα σ' ἕνα τενεκὲ
σκουπιδιῶν.

Τότε ὁ Μὰξ δάκρυσε
δάκρυσε γιὰ μένα.
Σ' ἀγαπῶ σκύλε εἶπε
ἡ φωνή σου εἶναι
γεμάτη βροχές.
Ἄκουσε τώρα
τοῦτο τὸ παραμύθι γιὰ τὴ νύχτα.

Μιὰ νύχτα ἡ Νύχτα πῆγε νὰ βρεῖ τὸν ἀγαπημένο της στὸ δάσος μὰ δὲν τὸν βρῆκε
πουθενά. Δάκρυα τὴ βρέχανε ὅσο ἔψαχνε καὶ φώναζε κι ὅταν ξημέρωσε κι ἡ νύχτα ἐ-
χάθη ἡ Νύχτα ἔγινε ἕνα μὲ τὸν ἀγαπημένο της στὴν ἀπουσία.

Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀπουσία εἶπε ὁ Μάξ.

 

Ἔτσι ὁ Μὰξ εἶχε μὲς στὸ λαρύγγι του κρυμμένο ἕναν κορυδαλλὸ γιὰ νὰ γλυκαίνει τὸν
πόνο τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀγαποῦσε μία φούχτα τριζόνια στὴν τσέπη του γιὰ τὶς νύ-
­χτες τῶν ἐρωτευμένων. Οἱ ἀντίλαλοι ποὺ φώλιαζαν στὸ κορμὶ του ποτὲ δὲν ἔπαυαν.
Κάθε Χριστούγεννα ἔριχνε χιόνι στὰ παράθυρα τῶν ποιητῶν

γιὰ νὰ γράφουν ποιήματα εἶπε ὁ Μάξ.
Οἱ ποιητὲς πρέπει νὰ γράφουν ποιήματα
γιατί ἄξαφνα πεθαίνουν εἶπε ὁ Μάξ.
Μιλοῦσε καὶ γινόταν διάφανος
νόμιζα πὼς μποροῦσε
νὰ περπατήσει
ἀπάνω στὸ νερὸ τῆς θάλασσας
ἴσκιος πουλιοῦ
ἀέρας.

Γιατί ἤτανε πρωὶ ἀπὸ τὰ πλευρὰ τῆς θάλασσας πηδοῦσαν ψάρια τὸ ἄσπρο καὶ τὸ πρά­-
σινο δὲ σταματοῦσαν ὁ Μὰξ χαιρότανε τὴ σιωπὴ κρατοῦσε τὸ καπέλο του στὸ χέρι
καὶ χαιρέταγε τὴ θάλασσα.

Ὅλα ἐδῶ πέρα εἶναι ἁλμυρὰ
κι εὐχάριστα εἶπε ὁ Μὰξ
ἡ ἄμμος φεύγει μὲ τὸ πάτημα
ὅλα φεύγουν κι ἐνδίδουν
ὅπως
τὰ σώματα τῶν γυναικῶν τὶς νύχτες τοῦ Ἰουνίου.

Πιὸ πέρα τὸ χῶμα ἤτανε σκοῦρο σπίθιζε πέτρες θεμελιωμένες ἀντιστέκονταν ἐρχόταν
ξανὰ ἡ ὥρα τοῦ ἥλιου καὶ τῆς δίψας.

Ὅμως ἐγὼ εἶπε ὁ Μὰξ εἶμαι ἀρχιτέκτων
χρόνια καὶ χρόνια δούλεψα μὲ τὴ σιωπὴ
ἔχτισα ἀνάμεσα στὴ βλάστηση
σπίτια ποὺ ἔμοιαζαν μὲ χαμόγελα
κατοικίες ἐλαφρὲς ποὺ κράταγαν τὸν κάτοικο
ἀπ' τὴν ψυχὴ
ἔχτισα κι ἄλλα οἰκοδομήματα
ποὺ δίνανε τὴ ζεστασιὰ τῆς γῆς
σὰ νὰ μιλοῦσαν ἢ νὰ κοίταζαν
τὶς πράξεις τῶν ἀνθρώπων
ἀκόμη κι ἄλλα
ποὺ ἔμοιαζαν ἄστρα σύντροφοι
τῆς νύχτας ποὺ ἀγαπῶ καὶ μὲ δροσίζει.
Αὐτὰ εἶπε ὁ Μὰξ κι ἐγὼ ἀποροῦσα
γιατί ἦταν ἀρχιτέκτων ὁ Μὰξ
πολλὲς φορὲς χανόταν στὶς οἰκοδομὲς
ὕστερα ἐκεῖνες αὔξαιναν
μὲ μιὰ παράξενη λαμπρότητα.

Μὰξ πίστευε στὴν ἀρχιτεκτονική τοῦ μέλλοντος. Σχεδίαζε τώρα ὡς τὴν
ἔσχατη λεπτομέρεια οἰκοδομήματα χιμαιρικῆς τελειότητας ἀλλὰ καὶ μιᾶς ἀσύλληπτης τρυφερό-
τητας γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὴ μοναξιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Δὲ θάλειπαν τὰ κάρβουνα κι ὁ λύ­-
χνος μήτε τὸ παραγώνι κι ἡ φωτιὰ τὰ παλιὰ ρολόγια κι οἱ χαμηλὲς ζεστὲς γωνιὲς γιὰ
τὴ φιλία καὶ τὴ σιωπή. Αὐτὸ πολὺ τὸ σκεφτόταν ὁ Μὰξ

δοκιμάζοντας τὶς δυνατότητες
τῆς πέτρας τοῦ νεροῦ καὶ τοῦ κρυστάλλου.

Τώρα ὁ Μὰξ βρισκόταν
στὴν ἄκρη τῆς κάμαρης
παντοῦ ἤτανε φῶτα
σὰ χορεύτριες ποὺ ξεκουράζονται
φλυαρώντας
παντοῦ ἤτανε θαύματα
δεμένα τὄνα τ' ἄλλο
μὲ σπόγγους.
Ἀμίλητος ὁ Μὰξ
ἔγραφε μὲ τὸ κάρβουνο στὸν τοῖχο
πιστεύω στὴν καρδιά.
Δάκρυα πολλὰ τὸν ἔβρεχαν
σηκώθηκε ἡ χορεύτρια μὲ τὸ φωτεινὸ κορμὶ
τὰ σκούπιζε ἥσυχα
κι ὁ Μὰξ δὲ μιλοῦσε.

Τὸ βλέμμα του πήγαζε ἀπὸ τοὺς πιὸ μακρινοὺς δρόμους τῆς νοσταλγίας καὶ τῆς σιω-
­πῆς κι ἐρχόταν πάνω μου πῶς ἔρχεται ἕνα παιδὶ ὀρφανὸ νύχτα καιρὸ μονάχο κι ἔρη-
­μο στὴν παγωμένη πλατεία κλοτσώντας ποῦ καὶ ποῦ τὸ χιόνι σφυρίζοντας ἕν-δυό.
Κι ἐγὼ τὴν ὥρα τούτη συλλογιζόμουν πὼς ὁ Μὰξ πονοῦσε ἀφάνταστα γιατί πίστευε
στὴν καρδιὰ στὸ αἷμα ποὺ βουίζει ἀκατανόητα ζεστὸ μέσα σ' ὅ,τι κατορθώνει καμιὰ
φορὰ νὰ συνάξει ἡ ζωὴ ἐνὸς ὁλομόναχου ἀνθρώπου. Τὸ χέρι τοῦ Μὰξ τὄβλεπα ν' ἀπο-
­χαιρετᾶ τώρα ἐκεῖνο ποὺ πόθησε καὶ δὲ στάθηκε βολετὸ ποτὲ του ν' ἀποχτήσει ἐνῶ
πίσω ἀπ' τὰ δακρυσμένα μάτια του κυλοῦσε ἕνας κόσμος ὁλάκερος παλεύοντας μὲ τὸ
κύμα τῆς μνήμης καὶ τῆς λησμονιᾶς.

Ἀπογεύματα παγωμένα σὲ παραθαλάσσια καφενεῖα
λόγια ἀντιφατικὰ σὲ σπίτι τρέλας
τὸ ρετσίνι ποὺ κόλλησε στὰ δάχτυλα
ἡ βρύση ποὺ τρέχει στὴν κάμαρα τοῦ συνταξιούχου
τὸ ἀριστερὸ γάντι στὸ δεξὶ χέρι
τὸ ἀναμμένο τσιγάρο βαλμένο ἀνάποδα
μὲ τὴ φωτιὰ στὸ στόμα
τὸ ἐκκρεμὲς στὰ πόδια τοῦ νεκροῦ
ἡ ἐφημερίδα στὸ ἀκρογιάλι
ἡ βροχὴ
οἱ μέρες τοῦ 1939
τὰ γράμματα τοῦ 1940
ἡ μυρωδιὰ τοῦ ψωμιοῦ
πάνω στὴν κοιμισμένη πολιτεία

γιατὶ ἦταν ἀκόμα πολὺ πρωὶ οἱ κάτοικοι δὲν εἴχανε ξυπνήσει γιὰ νὰ πᾶνε στὴν καθη-
­μερινὴ τους δουλειὰ μᾶλλον ἐγὼ φαντάστηκα πὼς μὲς στὴ νύχτα τούτη ὑπήρχανε χι­-
λιάδες φῶτα ὄχι ἡ νύχτα συνεχιζόταν σκοτεινὴ τὸ μόνο φῶς ἤτανε ἡ κουβέντα τοῦ
Μὰξ

καὶ τ' ἄστρα.
Ὁ Μὰξ εἶπε νὰ ὁ Σείριος ὁ Περσεὺς
ὁ Ἀλντεμπαρὰν
Ὁ Μὰξ εἶπε νὰ ἡ Παρθένος ὁ Σκορπιὸς
ἡ Κόμη τῆς Βερενίκης.

Πλειάδες Τοξότης Ἰχθὺς Ἀρκτοῦρος Κριὸς τρυφερὰ συστήματα τῶν ἄστρων ἀσημέ-
­νιες γειτονιὲς ἀνοίγουν ξάφνου ἐκεῖ μιὰ πόρτα χαμογελοῦν καὶ χαιρετοῦν καὶ χάνονται
μὲς στὸ σκοτάδι πόνος κι ἀπόγνωση δὲ φτάνουν ὡς ἐδῶ.

Ξάστερη νύχτα ψίθυρος
τοῦ μισοφέγγαρου στὰ διάφανα βουνὰ
ἐνδιάμεσες σκιὲς
μιὰ θάλασσα σκιὲς καὶ φῶτα στὴν ἠρεμία
τῆς αἰωνιότητας
καὶ τὰ πουλιὰ

μιὰ θάλασσα πουλιὰ πάνω στὸ σκοτεινὸ γρασίδι πλάσματα ποὺ λάμπουν κι ἐμπιστεύο-
­νται σ' ὅ,τι εἶναι διάστημα κενὸ κι ἀέρας. Κι ὄχι νὰ πεῖς τί θὰ κερδίσεις κι ἂν ἀκού­σουν
καὶ συγκατανέψουν τίποτα δὲν εἶναι κέρδος ὅλα ἔχουνε ἀφαιρεθεῖ.
Μὰξ ἔνιωσε τὶς σκέψεις μου ἅπλωσε τὸ χέρι του πάνω στὸ πρόσωπό μου.

Σκύλε εἶπε ξανὰ
μιὰ μέρα ὅταν θὰ γίνεις ἄστρο
ὅταν ἡ σκόνη σου καὶ τὰ ὄνειρά σου
θὰ γίνουν ἕνα.

Ὄχι ὄχι εἶπε ὁ Μὰξ πιὸ σταθερά. Ἂν χαιρόμαστε γιὰ ὅ,τι ἀποχτοῦμε ὅσο θλιβόμα-
στε γιὰ ὅ,τι χάνουμε ἂν ἡ ζυγαριὰ σταθεῖ ἀκίνητη τότε μποροῦμε σίγουρα νὰ ποῦμε
πιστεύω στὴν καρδιά. Καὶ τώρα πᾶμε. Ὁ δρόμος ἤτανε γεμάτος πέτρες σὲ σωροὺς κι
ὁ Μὰξ μὲ κρατοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι νὰ περάσω ἀπέναντι καὶ νἄβρω πάλι τὸ σκυλίσιο μου
κορμί. Τότε εἶπε ὁ Μάξ.

Ν' ἀγαπᾶς ἐκεῖνο ποὺ σὲ περιέχει
τὸ ροῦχο σου τὸ αἷμα σου
ὅ,τι σὲ ποτίζει καὶ σὲ ζεσταίνει
ἐγὼ εἶμαι μέσα στὸ κορμί μου
εἶπε ὁ Μὰξ
τότε μοῦ τυχαίνει τὸ θαυμάσιο
ἀκούω τὸν οὐρανὸ
πηγαίνω ἀνυπεράσπιστος
καὶ ζῶ μ' ἐκεῖνο τὸ ἄξαφνο
ποὺ ἔρχεται ἀκροπατώντας.
Ἔτσι
μπορῶ νὰ σμίξω τὸ ποτάμι
μὲ τὸ νερὸ
τὸ κλαδὶ μὲ τὴ θύελλα
την αὐγὴ μὲ τὸ στῆθος
τὴ μοναξιὰ
μὲ τὴ γυναίκα.

Ὅλα μπορεῖς νὰ τὰ σμίξεις ὅταν κοιτάζεις μέσα σου εἶπε ὁ Μάξ.

Μὰ ἐσὺ νομίζω δὲν ἀκοῦς
ἐσὺ εἶσαι ὁ πονεμένος
μέσα στὰ μάτια σου μὲς στὴ φωνή σου
ὑπάρχουν ἀνοιχτὲς πληγὲς
σὲ βλέπω νὰ τραβᾶς γιὰ τὴν ἀγάπη
τὸ κορμί σου λιγνεύει μέρα τὴ μέρα
καθὼς περπατᾶς
τὸ κορμί σου λιγνεύει νύχτα τὴ νύχτα.
καθὼς περπατᾶς
ὥσπου θὰ μείνεις ἕνας ἀέρας
ποῦ περπατάει
τραβώντας γιὰ τὴν ἀγάπη.

Ὅμως τὸ ἁλάτι εἶναι μέσα στὸ νερὸ τῆς θάλασσας ἡ ἀσπράδα εἶναι μέσα στὸ χιόνι.
Ἀγαπᾶς ὅταν ξεχνᾶς ποιὸς εἶσαι εἶπε ὁ Μάξ.

Τότε ἄκουσα νἄρχεται ξανὰ
ἐκείνη ὁ μουσικὴ
ποὺ εἶπα πιὸ πάνω.

Ἀλλὰ τώρα ἐγὼ πρέπει νὰ φύγω εἶπε ὁ Μάξ. Κι ἐκείνη τὴ στιγμὴ σὰ νὰ βρισκόταν
κιόλας χιλιάδες μίλια μακριὰ κι ἀνάμεσά μας νὰ ὑπῆρχε μία κλωστὴ ἀπίστευτα τρυ-
­φερὴ ποὺ ὅλο τεντωνόταν. Ἐγὼ ἤμουν πάντα μονάχος εἶπε ὁ Μάξ. Πρέπει νὰ πάω
τώρα στοὺς ἀνθρώπους.

Ναὶ ὁ Μὰξ ἦταν μονάχος στὸν κόσμο
ὅπως ἦταν μονάχος μὲς στὰ ροῦχα του
μονάχος μέσα στὸ κορμί του.
Δὲν ξέρω ἂν τὸ κορμὶ τοῦ Μὰξ
ἦταν ὅπως τὸ δικό μου
ἢ τὸ δικό σας
ὅμως ὁ Μὰξ πονοῦσε καὶ χαίρονταν.
Αὐτὰ τὰ λέω γιὰ κείνους
ποῦ ἴσως νὰ ποῦνε
ὁ Μὰξ εἶναι μία ἰδέα ἢ ἕνα σύμβολο.

Ὄχι ὄχι ὃ Μὰξ εἶναι ἕνας ἄνθρωπος κι αὐτὸς μὲ σάρκα καὶ ὀστά. Ἂν κάποτε ὁ Μὰξ
πεθάνει ἐσεῖς κι ἐγὼ θὰ γυρίσουμε πίσω σ' ἕνα κομμάτι ἔρημης θάλασσας περιμένο-
­ντας ἄγρυπνοι τὸ κρέας τοῦ ψαριοῦ κάτω ἀπὸ τὴν κατάρα τῆς σελήνης ἐνῶ
πράξεις ἀπάνθρωπες θὰ ὡριμάζουν μέσα μας μὲ μιὰ τρομαχτικὴ ταχύτητα.


Τέλειωσα τοῦτο τὸ γραφτὸ κι ὁ Μὰξ μὲ φίλησε. Τώρα μπορῶ νὰ φύγω εἶπε. Γειά σου
σκύλε. Γύρνα στὸ σπίτι σου ὑπάρχουν ἀκόμα ὄνειρα ποὺ σὲ περιμένουν. Ἐγὼ ἤμουν
δακρυσμένος κι ὁ Μὰξ στὴ γωνιὰ τοῦ δρόμου γινόταν ἕνα μὲ τὸ ξερὸ φῶς.

Ἔπειτα ἦρθε τὸ φθινόπωρο ὁ χειμώνας.
Ἔπειτα ἦρθε τ' ἄλλο καλοκαίρι.
Ἤρθανε πολλὰ καλοκαίρια.

Καὶ νομίζω πὼς τὸ χέρι τοῦ Μὰξ ποὺ ἀνυψώθηκε στερνὴ φορὰ χαιρετώντας ὑπάρχει
ἀκόμα ἐκεῖ μπορεῖς νὰ τὸ ἰδεῖς κι ἐσὺ ἀναγνώστη περνώντας ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ μέρος ἀρ-
­κεῖ νἆσαι καθαρὸς κι ἀλαφροὺς ἀρκεῖ νὰ πιστεύεις κι ἐσὺ στὸ πράσινο στὸ πράσινο φῶς
στὴν πράσινη ὀργιαστικὴ βλάστηση τῆς αἰωνιότητας.

 

Φλεβάρης - Ἀπρίλης 1956

 


Κοιτάχτε μπῆκε στὴ φωτιά! εἶπε ἕνας ἀπ' τὸ πλῆθος.
Γυρίσαμε τὰ μάτια γρήγορα. Ἦταν
στ' ἀλήθεια αὐτὸς ποὺ ἀπόστρεψε τὸ πρόσωπο ὅταν τοῦ
μιλήσαμε. Καὶ τώρα καίγεται. Μὰ δὲ φωνάζει βοήθεια.


Διστάζω. Λέω νὰ πάω ἐκεῖ. Νὰ τὸν ἀγγίξω μὲ τὸ χέρι μου.
Εἶμαι ἀπὸ φύση μου φτιαγμένος νὰ παραξενεύομαι.


Ποιὸς εἶναι τοῦτος ποὺ ἀναλίσκεται περήφανος;
Τὸ σῶμα του τὸ ἀνθρώπινο δὲν τὸν πονᾶ;


Ἡ χώρα ἐδῶ εἶναι σκοτεινή. Καὶ δύσκολη. Φοβᾶμαι.
Ξένη φωτιὰ μὴν τὴν ἀνακατεύεις μοῦ εἶπαν.


Ὅμως ἐκεῖνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι ὅσο ἀφανίζονταν τόσο ἄστραφτε τὸ πρόσωπο.


Γινόταν ἥλιος.
Στην ἐποχή μας ὅπως καὶ σὲ περασμένες ἐποχὲς
ἄλλοι εἶναι μέσα στὴ φωτιὰ κι ἄλλοι χειροκροτοῦνε.


Ὁ Ποιητὴς μοιράζεται στὰ δυό.

 

Τοῦ Νίκου Σταύρου


Τὸ βράδυ ἐκεῖνο ἦταν βαρὺ ζεστὸ κι ἀσάλευτο.
Ὁ ἀγέρας μάκραινε τὶς φλόγες τῶν κεριῶν
κατὰ τὴν ὀροφή. Κουρτίνες βαθυκόκκινες
σκέπαζαν τὰ παράθυρα καὶ ἡ αὐστηρὴ Σιγῆ
μὲ βῆμα σιγανὸ πλανιότανε στὴν ἔρημη
κλεισμένη σάλα. Ὅταν πιὰ κουρασμένος ἀπὸ τὸ σοφὸ βιβλίο
τὰ μάτια ἀνύψωσα ξάφνου εἶδα γύρα
πλῆθος βουβὲς μορφὲς ποὺ κοίταγαν ἀσάλευτα
βαθιὰ κι αὐξαίνανε ἤρεμα κοιτάζοντας
ὁλοένα. Τότε ἐρώτησα μὲ σοβαρὴ φωνή:
Φίλοι τί συναχτήκατε καὶ τί γυρεύετε ἐδῶ πέρα;
Δὲν ἀποκρίθηκαν μονάχα κοίταγαν κατάματα
καὶ πίσω ὁλοένα πλήθαιναν σὰν ἄνεμος
ποὺ γιόμισε ὅλη ἡ σάλα.


Κάπου ἰδωμένα πρόσωπα μορφὲς ἀπαντημένες
στῆς ζωῆς τὸ κύλισμα στὰ πιὸ δύσκολα χρόνια
σὲ καταχνιὲς σὲ ὑπόγεια σὲ φονιάδων δρόμους
στὸ αἷμα ἐπιδέξια στὸ μαχαίρι στὸ βιασμό.
Καὶ πάλε ἐρώτησα μ' ἀτάραχη φωνή:
Τί καρτερᾶτε ἀμίλητοι πῶς μπήκατε ἐδῶ μέσα;
Κι ὅπως δὲν ἀποκρίνονταν μὲ συνεπῆρε ἡ ὀργή:
Σκυλιὰ καταραμένα τί γυρεύετε; μιλῆστε.
Κουφάρι ἐσὺ τυφλὸ τί θές; γοργὰ ἀποκρίσου
γιατί τὸ χέρι μου μὲ βιάζει τὸ ἀνυπόμονο.
Τότε ἀποκρίθηκε ἥσυχα: Φίλε θυμήσου


πρὶν ἀπὸ χρόνια ἀμέτρητα μ' ἐτύφλωσες. Τὸ φῶς
δῶσε μου πίσω ποὺ στερήθηκα. Ξάφνου ἄστραψε
μέσα μου ὁ κόκκινος θυμὸς κι εἶπα: τυφλὲ
χάσου ἀπ' τὰ μάτια μου πρὶν σὲ κερδίσει ὁ θάνατος.
Δὲ μίλησε μόνο μὲ κοίταγε βαθιὰ κι ἐπίμονα.
Δὲ βάσταξα ἔστριψα κι ἀντίκρισα κάποιον Λουκᾶ
νεκρὸ σαράντα χρόνια τώρα μὲ μιὰ τρομερὴ
φάουσα στὸ πρόσωπο. Πιὸ πίσω τὸν Ἰσαὰκ
χτικιάρη ποὺ τὸν πῆρε ἕνα πικρὸ βόλι στὴν Ἀλβανία
δίπλα τὸ Μάρκελλο πιὸ πέρα τὸν Ἀλέξαντρο
ποὺ τὸν ἐγκρέμισα τὴ νύχτα σὲ μία στέρνα σκοτεινή.
Κι ὅλοι τοῦτοι μὲ κοίταγαν βουβοὶ κι ἀσάλευτοι ...
μὲ τὰ πρησμένα μάτια τους καθὼς συνάζονταν
καὶ πλήθαιναν τριγύρα μὲς στὴν αἴθουσα.
Τότε ἀνατρίχιασα βαθιὰ μὰ ὡστόσο μπόρεσα
κι ἐφώναξα μὲ δυνατὴ φωνή: Σκυλιὰ
δαίμονες φύγετε κι ἀδειάστε τὴ γωνιά. Γιὰ σᾶς
δὲν ἔχω τίποτα. Καὶ λέγοντας μπῆκα στὴν κάμαρα
τοῦ ὕπνου μὲ τὴν κρυφὴν ἐλπίδα πὼς θὰ γλίτωνα.
Μὰ τότε πιὰ ἡ ὀργὴ κι ὁ σκοτεινὸς θυμὸς
μοὔπρηξαν τὰ ρουθούνια. Ἀμέτρητες μορφὲς
καρτέραγαν ἐκεῖ κι ἀσάλευτες μὲ κοίταγαν.
Ἀπὸ τ' ἀνοιχτὰ παράθυρα ὁ ἀγέρας σιγανὸς
μὲ μιὰ μουρμούρα ὑπόκωφη τὶς αὔξαινε
γύρα καὶ συνωθούντανε ἀκατάπαυστα στὴν κάμαρη.
Κι ἀνάμεσα τους εἶδα μὲ χακὶ τὸν Μπίλια
τὸν Μπίλια ἐκεῖνον ποὺ ἦταν τόσο βρώμικος στὸ μέτωπο
κι ἀπόρεσα βαθιὰ καὶ τὸν ἐρώτησα μὲ τρέμουσα φωνή:
Μπίλια πῶς βρέθηκες ἐδῶ; πῶς ἦρθες τέτοιαν ὥρα;
Δὲ μίλησε μόνο ποὺ χαμογέλασε γλυκὰ
κι ὑστέρα σοβαρὸς ἐβάλθηκε νὰ στρώνει τὸ τραπέζι
μ' ἕνα μακρὺ μαῦρο τραπεζομάντιλο ποὺ ἀκούμπαγαν
τὰ κρόσσια του στὸ πάτωμα κι ἄναψε ἀπάνου τρεῖς
λευκὲς λαμπάδες σὲ τρεῖς ἀσημένιους κεροστάτες.
Ὁ τρόμος τότε μοὔλυσε τὰ γόνατα κι ἡ μνήμη
σαλεύοντας βαθιὰ μὲς στὴν ὑπόστασή μου ἀνάσυρε
καθὼς ὁ δύτης ἀπὸ τοῦ πελάγου τὸ βυθὸ κάποια παλιὰ
λησμονημένη ὑπόσχεση στὸ νεκρὸ φίλο Ἐλπήνορα.
Καὶ ξάφνου καθὼς ἕνα φῶς ἐλάχιστο μὲς σὲ βαθιὰ
σκοτεινὴ γαλαρία ζυγώνει αὐξαίνοντας ὁλοένα
ἔτσι μεγάλωσε στὸν ταραγμένο νοῦ μου ἡ εἰκόνα του
κι ὀρθώθηκε ὁλοζώντανος στὰ μάτια μου ὁ Ἐλπήνωρ.
Τὸ βλέμμα του μὲ κοίταγε γλυκὸ κι ἀσάλευτο.
Τὰ χείλη του κινήθηκαν κι ὕστερα πάλε σφάλιξαν
καὶ θάρρεψα πὼς ἄκουσα νὰ φτάνει ὡς τὴν ἀκοή μου
ἡ ὑπόκωφη μουρμουριστὴ φωνή του: Φίλε
καιρὸ μὲ ξέχασες. Μήτε ἕνα δεῖπνο γιὰ νεκρὸ
μήτε μνημόσυνο δὲν ἔταξες γιὰ τὸν Ἐλπήνορα.
Πικρὸς ὁ θάνατός μου ἀκόμα συνεχίζεται
καὶ μὲ παιδεύει ἀκόμα πιὸ πικρὸς καὶ μαῦρος
ὅσο περνάει ὁ χρόνος. Λύτρωσέ με φίλε.
Ἔτσι ἄκουσα κι ἡ τύψη ὀρθώθηκε σὰ σύννεφο
μπροστά μου καὶ τὰ μάτια μου θολώσανε
ξάφνου ἀπὸ δάκρυα σκοτεινὰ καθὼς ὁ ποταμὸς
φουσκώνει τὸ χινόπωρο μὲ τὴν πυκνὴ βροχή.
Κι ὅταν πιὰ λιγοστέψανε καὶ σφούγγισα
τὰ βλέφαρα μὲ τὴν παλάμη κι ὕψωσα τὸ βλέμμα μου
γιὰ νὰ κοιτάξω τὸν Ἐλπήνορα δὲν εἶδα τίποτα.
Κι ἡ κάμαρα κι ἡ σάλα εἶχαν ἀδειάσει ξάφνου.
Ἀπὸ τ' ἀνοιχτὰ παράθυρα φύσαγε ἕνας ζεστὸς ἀγέρας.
Τὸ φῶς φτιασιδωμένο καὶ θανάσιμα θολὸ
χυνότανε παντοῦ κι ὁ νοσοκόμος
ὀλάσπρος μὲς στὴν μπλούζα του βαθιὰ ἐξαϋλωμένος
σιγούρευε μὲ προσοχὴ τὰ μαγικὰ βοτάνια
σειρὰ σειρὰ στ' ἀψηλὸ ράφι.

 


Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ

 

ΦΙΛΙΠΠΟΣ

Ἐλπῆνορ, πῶς ἦλθες...


ΟΜΗΡΟΣ

 

Τοπίο θανάτου. Ἡ πετρωμένη θάλασσα τὰ μαῦρα κυπαρίσσια τὸ χαμηλὸ ἀκρογιάλι ρημαγμένο ἀπὸ τ' ἁλάτι καὶ τὸ φῶς τὰ κούφια βράχια ὁ ἀδυσώπητος ἥλιος ἀπάνω καὶ μήτε κύλισμα νεροῦ μήτε πουλιοῦ φτερούγα μονάχα ἀπέραντη ἀρυτίδωτη πηχτὴ σιγή.

 

Ἦταν κάποιος ἀπὸ τὴ συνοδεία ποὺ τὸν ἀντίκρισε ὄχι ὁ πιὸ γέροντας: Κοιτάχτε ὁ Ἐλπήνωρ πρέπει νἆναι ἐκεῖνος. Ἐστρίψαμε τὰ μάτια γρήγορα. Παράξενο πῶς θυμηθήκαμε ἀφοῦ εἶχε ἡ μνήμη ξεραθεῖ σὰν ποταμιὰ τὸ καλοκαίρι. Ἦταν αὐτὸς ὁ Ἐλπήνωρ πράγματι στὰ μαῦρα κυπαρίσσια τυφλὸς ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τοὺς στοχασμοὺς σκαλίζοντας τὴν ἄμμο μ' ἀκρωτηριασμένα δάχτυλα. Καὶ τότε τὸν ἐφώναξα μὲ μία χαρούμενη φωνή: Ἐλπήνορα Ἐλπήνορα πῶς βρέθηκες ξάφνου σ' αὐτὴ τὴ χώρα; εἶχες τελειώσει μὲ τὸ μαῦρο σίδερο μπηγμένο στὰ πλευρὰ τὸν περσινὸ χειμώνα κι εἴδαμε στὰ χείλη σου τὸ αἷμα πηχτὸ καθὼς ἐστέγνωνε ἢ καρδιά σου δίπλα στοῦ σκαρμοῦ τὸ ξύλο. Μ' ἕνα κουπὶ σπασμένο σὲ φυτέψαμε στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ ν' ἀκοῦς τ' ἀνέμου τὸ μουρμούρισμα τὸ ρόχθο τῆς θαλάσσης. Τώρα πῶς εἶσαι τόσο ζωντανός; πῶς βρέθηκες σ' αὐτὴ τὴ χώρα τυφλὸς ἀπὸ τὴν πίκρα καὶ τοὺς στοχασμούς;

 

Δὲ γύρισε νὰ ἰδεῖ... Δὲν ἄκουσε. Καὶ τότε πάλι ἐφώναξα βαθιὰ τρομάζοντας: Ἐλπήνορα ποὖχες λαγοῦ μαλλὶ γιὰ φυλαχτάρι κρεμασμένο στὸ λαιμό σου Ἐλπήνορα χαμένε στὶς ἀπέραντες παραγράφους τῆς ἱστορίας ἐγὼ σὲ κράζω καὶ σὰ σπήλαιο ἀντιλαλοῦν τὰ στήθια μου πῶς ἦρθες φίλε ἀλλοτινὲ πῶς μπόρεσες νὰ φτάσεις τὸ κατάμαυρο καράβι πού μᾶς φέρνει περιπλανώμενους νεκροὺς κάτω ἀπ' τὸν ἥλιον ἀποκρίσου ἂν ἡ καρδιά σου ἐπιθυμεῖ μαζί μας νάρθεις ἀποκρίσου.

 

Δε γύρισε νὰ ἰδεῖ. Δὲν ἄκουσε. Ξανάδεσε ἡ σιωπὴ τριγύρω. Τὸ φῶς σκάβοντας ἀκατάπαυστα βαθούλωνε τὴ γῆ. Ἡ θάλασσα τὰ κυπαρίσσια τ' ἀκρογιάλι πετρωμένα σ' ἀκινησία θανατερή. Καὶ μόνο αὐτὸς ὁ Ἐλπήνωρ ποὺ τὸν γυρεύαμε μὲ τόση ἐπιμονὴ μὲς στὰ παλιὰ χειρόγραφα τυραννισμένος ἀπ' τὴν πίκρα τῆς παντοτινῆς του μοναξιᾶς μὲ τὸν ἥλιο νὰ πέφτει στὰ κενὰ τῶν στοχασμῶν του σκαλίζοντας τυφλὸς τὴν ἄμμο μ' ἀκρωτηριασμένα δάχτυλα σὰν ὅραμα ἔφευγε καὶ χάνονταν ἀργὰ στὸν ἀδειανὸ χωρὶς φτερὰ χωρὶς ἠχὼ γαλάζιο αἰθέρα.

 

 
Design by infolib
Design by : infolib.