Κοιτάχτε μπῆκε στὴ φωτιά! εἶπε ἕνας ἀπ' τὸ πλῆθος.
Γυρίσαμε τὰ μάτια γρήγορα. Ἦταν
στ' ἀλήθεια αὐτὸς ποὺ ἀπόστρεψε τὸ πρόσωπο ὅταν τοῦ
μιλήσαμε. Καὶ τώρα καίγεται. Μὰ δὲ φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω νὰ πάω ἐκεῖ. Νὰ τὸν ἀγγίξω μὲ τὸ χέρι μου.
Εἶμαι ἀπὸ φύση μου φτιαγμένος νὰ παραξενεύομαι.
Ποιὸς εἶναι τοῦτος ποὺ ἀναλίσκεται περήφανος;
Τὸ σῶμα του τὸ ἀνθρώπινο δὲν τὸν πονᾶ;
Ἡ χώρα ἐδῶ εἶναι σκοτεινή. Καὶ δύσκολη. Φοβᾶμαι.
Ξένη φωτιὰ μὴν τὴν ἀνακατεύεις μοῦ εἶπαν.
Ὅμως ἐκεῖνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι ὅσο ἀφανίζονταν τόσο ἄστραφτε τὸ πρόσωπο.
Γινόταν ἥλιος.
Στην ἐποχή μας ὅπως καὶ σὲ περασμένες ἐποχὲς
ἄλλοι εἶναι μέσα στὴ φωτιὰ κι ἄλλοι χειροκροτοῦνε.
Ὁ Ποιητὴς μοιράζεται στὰ δυό.