Ἐδῶ στοχάζομαι δὲ θὰ ξανάρθει ὁ Φίλιππος
σὲ τούτη τὴν ἀκίνητη κοιλάδα.
Πολλά τοῦ τάξαμε ἀπὸ λάφυρα κι ἀπὸ σειρῆνες.
Μὰ κεῖνος ἤτανε στραμμένος σ' ἄλλα ὁράματα.
Μιὰ ἀπέραντη πατρίδα ὀνειρευότανε. Ποῦ εἶναι τὸ πρόσωπό σας
τὸ ἀληθινό σας πρόσωπο; μοῦ φώναξε.
Ἔφυγε κλαίγοντας ἀνέβηκε τὰ λαμπερὰ βουνά.
Ὕστερα τὰ καράβια ἐφράξανε τὴ θάλασσα.
Μαύρισε ἡ γῆ τὴν πῆρε ἕνας κακὸς χειμώνας.
Μαύρισε τὸ μυαλὸ ἕνα μακρὺ ποτάμι τὸ αἷμα.
Δὲ θὰ ξανάρθει ὁ Φίλιππος. Φυσάει ἀπόψε δυνατά.
Μεσάνυχτα στὴ Λάρισα τὸ ἔρημο καφενεῖο.
Ἡ φάτσα τοῦ συναχωμένου γκαρσονιοῦ κι ἡ νύχτα σαρωμένη
φωτιὲς παντοῦ καὶ πυροβολισμοὶ
μιὰ πολιτεία φανταστικὴ κι ἀσάλευτη
δέντρα πεσμένα στὶς οἰκοδομές.
Ποιὸ εἶναι τὸ δίκιο τοῦ πολεμιστῆ
ὁ ἀγώνας ποὺ σὲ πάει σ' ἄλλον ἀγώνα;
Δὲ θὰ ξανάρθει ὁ Φίλιππος. Ἀμετανόητος πάντα πείσμωνε.
Οἱ σκοτεινὲς μέρες τοὔφταιγαν τὰ ἐρειπωμένα πρόσωπα.
Τὸ αἷμα του ἀκούγοντας ἀνέβηκε τὰ λαμπερὰ βουνά.
Κι ἀπόμεινα
μονάχος περπατώντας καὶ σφυρίζοντας
μέσα στὴν κούφια Λάρισα. Καὶ τότε
ὡς τὴ Μακεδονία βαθιὰ σαλεύοντας ἠμίκλειστη
μὲς στὸ πλατὺ φεγγάρι τοῦ χειμώνα
μιλώντας μόνο περὶ σώματος ἡ χηρευάμενη
κυρία Πανδώρα.
Πέθανε χτικιάρης ὁ ἄντρας της τὶς μέρες τοῦ σαράντα τέσσερα.