ΝΥΧΤΑ στοὺς δρόμους τοῦ Περισσοῦ. Ἕνας μεσόκοπος γιατρὸς περπατάει ἀργὰ στοὺς δρόμους τῆς συνοικίας του. Τώρα βρίσκεται πίσω ἀπὸ τὶς ξεχασμένες οἰκοδομὲς ἐρήμων παλιῶν ἐργοστασίων. Συλλογίζεται γιὰ λίγο τὸν ἄρρωστο ποὺ ἔστειλε στὸ νοσοκομεῖο. Ἕνας ἀντιπαθητικός, ἀνάποδος, ὅλο ἐξηγήσεις γύρευε, φοβόταν θὰ πεθάνει, δὲν ἤθελε νὰ ξεκολλήσει ἀπὸ τὸ σπίτι του. Τώρα ὁ γιατρὸς περπατάει συλλογισμένος, ἀνήσυχος, βασανισμένος, ἀξεδίψαστος, ἀνικανοποίητος, βαρὺς ἀνάμεσα στὴ σκέψη καὶ τὴν κούραση. Ξέρει τί θέλει, μὰ δὲν ξέρει τί θέλει, τί γυρεύει σ' αὐτὸν τὸν κόσμο, τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ τὸν τυραννάει, ἐκεῖνο ποὺ ἀναδεύει μέσα του ἀκατάπαυστα, τὸν πονάει, τὸν καταματώνει. Τὰ ὄνειρά του ἔχουν ἕνα πλῆθος σκιές, οἱ ἐπιθυμίες του εἶναι γεμάτες ἀγκάθια. Ἕνα φεγγάρι πλατὺ στὸν οὐρανό, φεγγαρόφωτο της ἄνοιξης, ἀσημώνει στέγες σπιτιῶν, δρομάκια, δρόμους, λιγοστὰ δέντρα. Ἡ σελήνη, τὸ ψυχρόν της ἀργύριον, ὁ Κάλβος καὶ τὰ λοιπά. Ἀργότερα, τσακισμένος γυρίζει στὸ σπίτι του. Τρώει, πέφτει νὰ κοιμηθεῖ, τὸ γεμάτο φεγγάρι τοῦ φέρνει ἀϋπνίες. Ὁ γιατρὸς ὡστόσο κοιμᾶται, τὸ τηλέφωνο κοιμᾶται, τὰ φῶτα σβηστά, ὅλος ὁ κόσμος τριγύρω κοιμᾶται. Καληνύχτα.