ΟΤΑΝ ἡ στροφὴ στὴν Ἀλβάνιτσα καὶ τὸ πέρα-
σμα στὸ Μπέλεσι μέσα ἀπ' τὸ ποτάμι.
Ὅταν ἐκεῖνο τὸ ποτάμι μὲ τὶς πέτρες του στὴν
Ἤπειρο, τ' ἄλλο στὴν Ἰταλία.
Ὅταν ὁ σκουριασμένος σκελετὸς τοῦ αὐτοκινήτου
στὸ Βυζίτσι.
Ὅταν ὁ δρόμος γιὰ τὸν Ἁγιαντρέα καὶ τὸ κόκκινο
σπίτι.
Ὅταν οἱ μπανιέρες στὸ Κατάκωλο μέσα στὴν
ἥσυχη θάλασσα.
Ὅταν τὸ τραῖνο Πύργου-Κατακώλου, ὁ Θύμιος,
ἡ σφυρίχτρα του.
Ὅταν τὸ χωριὸ Πεντάλοφο καὶ τὸ χωριὸ Ἑπτα-
χώρι.
Ὅταν ἡ νάρκη δίπλα στὸ νερό, στὴ βρύση.
Ὅταν ὁ λοχαγὸς Τσεπέτης, ὁ λοχαγὸς Καραβα-
σίλης.
Ὅταν ὁ γυρισμὸς στὴν Ἀθήνα, Ἀπρίλη τοῦ '41.
Ὅταν ὁ γυρισμὸς στὴν Ἀθήνα τὸ Μάη τοῦ '49.
Ἢ Λάρισα τὸ καλοκαίρι.
Ὅταν ἡ νύχτα κι ἡ πλατεία τῆς Λάρισας.
Ὅταν ὁ ἀντάρτης μὲ τὸ τσακισμένο χέρι.
Ὅταν τὸ δωμάτιο Ἰβήρων 14, τὸ ψωμὶ καὶ τὸ
γάλα.
Ὅταν τὸ σκυλί.
Ὅταν ἡ Στέλλα κι ἡ λαχτάρα της.
Ὅταν ὁ Παῦλος.
Ὅταν ὁ Καχτίτσης πάντοτε ἄψογος.
Ὅταν ἡ Κατοχή, ὅταν ἡ φυλακὴ μὲ τὰ ποντίκια στὸν Πύργο.
Ὅταν ἡ ἄλλη φυλακή.
Ὁ πόλεμος ὁ ἕνας, ὁ πόλεμος ὁ ἄλλος.
Ὅταν Ὀχτώβρη καὶ Δεκέμβρη τοῦ '44.
Ὅταν οἱ νύχτες.
Οἱ δρόμοι τῆς Ἀθήνας καλοκαίρι τοῦ '74.
Ὅταν τὸ πρῶτο σου βιβλίο.
Ὅταν μία μέρα συναντήθηκες.
Ὅταν ἡ στέρηση.
Ὅταν οἱ νύχτες.
Ὅταν τὸ στόμα σου ξερό.
Ὅταν ὁ πρῶτος πεθαμένος.
Ὅταν ἐκεῖνα τὰ χειρόγραφα.
Ὅταν ἐσὺ κι ἡ μνήμη σου.
Ὅταν στὸ τέλος γίνηκες αὐτὸ τὸ σουρωτήρι ποὺ κρατάει μονάχα τσόφλια καὶ σκουπίδια καί.