ΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΟ δυνατή, μαύρη ἀρρώστια. Ἐσὺ βογγᾶς μὲ πόνους πυρετὸ καὶ παραισθήσεις. Νύχτα καὶ λίγο φῶς - μόλις ποὺ φαίνεται στὸ διπλανὸ γραφεῖο. Διψᾶς, στάλα νερὸ στὸ διψαλέο ποτήρι κι ἡ βρύση ἀκούγεται στὸν κάτου κόσμο. Ἔρχεται ὁ ὕπνος καὶ βυθίζεσαι, ξυπνᾶς ἀπότομα χαράματα, μούσκεμα στὸν ἵδρωτα. Ξαναβρίσκεις τὸ κορμί σου, σακατεμένο ὅπου τ' ἀγγίξεις. Ἡ ἀρρώστια βγαίνει τώρα ἀπ' τὸ κορμὶ σὰν τὸ ρετσίνι ἅμα χαράξεις βαθειὰ τὴ φλούδα στὸ πεῦκο. Τὸ ἴδιο κι ἢ πίκρα τῆς ἀρρώστιας βγαίνει παντοῦ ἀπ' τὸ κορμί, πικραίνει γύρω ὁ τόπος, ὀνομάζεται Περισσός.