Ἀπροσχημάτιστο (ὅπως εἴπανε) ταξίδι ἀπ' τὸ κελλί σου στὸ ἄπειρο. Μὲ καύσιμα τ' αὐριανὰ ἐρωτήματα. Πρῶτος σταθμός: Γραφεῖο φτηνὸ καθίσματα φωνὲς ἀπέξω μύγες στὸ παράθυρο χαρτιὰ πρέπει νὰ φύγουνε κι ἀμηχανία. Πιὸ πέρα ἡ Πανεπιστημίου ἡ Σόλωνος Καὶ κατεβαίνουν τρίζοντας σειρὰ συνέχεια φορτηγὰ μ' ἑκατομμύρια πέτρες. Θὰ χτίζανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸν κόσμο. Σταθμὸς δεύτερος: Ἄμμος ἀπέραντος ἀμμουδερὲς ἀκτὲς ἀκατοίκητες. Ἀρχίζει νάρχεται περπατώντας σιγανὸ χειμωνιάτικο φῶς. Μυρίζει ἡ ἀκίνητη θάλασσα στὸ βάθος ἡ μολυβένια θάλασσα καὶ κάτι σκοτωμένοι φαντάροι. Πλέοντας ἀσάλευτοι πάνω στὰ νερὰ φυσάει τόνα κουφάρι σκουντώντας τ' ἄλλο κι ἔρχονται σιγὰ σιγὰ στοὺς ἄμμους. Στὸν τρίτο σταθμὸ ὁ χρόνος χάνεται μέσα σὲ ἀσυνείδητα καὶ συνειδητὰ ρεύματα. Αἰσθάνεσαι τὸ νοιώθεις ἄσχημα σχεδὸν μιὰ γεύση μηδενός. Τώρα τὸ φῶς αὐξαίνει γρήγορα πολλαπλασιάζεται μὲ γεωμετρικὴ ταχύτητα μία νέα καταπιεστικὴ ἐξουσία. Δὲν ἔχεις ποῦ νὰ φυλαχτεῖς. Πᾶς νὰ φωνάξεις πὼς ἐτοῦτο πιὰ δὲν εἶναι ταξίδι στὸ ἄπειρο εἶναι ἔμπασμα σὲ τρομερὸ σφαγεῖο. Δὲν προλαβαίνεις ἀπ' τὶς βρύσες τοῦ λαιμοῦ σου τὸ αἷμα τρέχει ὁλάκερος βυθίζεσαι στὸ κόκκινο λουτρό.