Ἔτσι κατέβηκε ἀπ' τὸν πόλεμο, μὲ φαγωμένα τ' ἄρβυλα καὶ τὸ χακί του ἀμπέχωνο.
Μονάχα ἐκείνη ἡ σκοτεινὴ κατηφοριά, πιὸ χαμηλὰ τὰ δέντρα ἀνοίγοντας, ἕνα κομμάτι ποταμιού - ποτάμι παγωμένο φῶς.
Βρῆκε τὸ σκύλο του - δὲ γαύγισε.
Καὶ κάτι σκοτωμένοι δίχως ὄνομα τὸ πρῶτο ἀπόγευμα. Ὕστερα πολλὰ μπερδεμένα ἀπογεύματα, στὸ κάτω τῆς γραφῆς ὅλα χωνεύονται στὰ χαρτιά, συλλογίστηκε.
Μέρες ξερὲς σὰ ντουφεκιές, ἕνα φεγγάρι ἀκίνητο πάνω σὲ σπίτια καὶ συρματοπλέγματα.
Ἀμίλητοι ἄνθρωποι τοῦ γύρεψαν ταυτότητα, ξανὰ ταυτότητα.
Τὸν πῆρε ἡ κόρη τοῦ κακοῦ καὶ πάλεψε.
Κι' ὅπως κοιμότανε τὴ νύχτα, ματωμένα βουνὰ καὶ πέτρες ποὺ πέφτανε ἀπάνω του, γύρω-γύρω μισοί, μισοφώτιστοι οἱ φίλοι του καὶ οἱ ἄλλοι μὲ φάτσες ποὺ μόλις θυμόταν, μὲ περίεργα μάτια συναγμένοι τὸν κοίταζαν.
Ποὺ πάγαινε καμμιὰ φορὰ στὸν ἔρωτα, βρισκόταν ἀντιμέτωπος μὲ κεῖνες τὶς μαινάδες, ἀνεβαίνανε κοπάδι ἀπ' τὸ γυαλό, τὸν κυνήγαγαν ὥς πάνω στὸ λόφο.
Δρασκέλιζε ξέρες κι' ἀμμότοπους, σακατεμένος δίψαγε, ἔπινε ἀπὸ σκοτεινὲς πηγές.
Συνέχεια βουλίαζε κι' ἀνέβαινε
στὸν ἴδιο λάκκο.
Δὲν κάτεχε ἄλλη δύναμη,
μονάχα τὰ χαρτιὰ τοῦ βασανίζοντας, ἕνα σωρὸ σβησίματα, τὸ βράδυ ἀνάστατος, ὅταν ὁ κόσμος παρασταίνεται μὲ πρόσωπα νεκρῶν.
Μιὰ μέρα εἶδε ἕνα χέρι μὲ σπασμένα δάχτυλα, μιὰ μέρα ὁ φοβερὸς ἀέρας.
Τὰ χρόνια μὲ τὰ χρόνια ἀβάσταχτα. Κι' οἱ αἰῶνες παντοῦ τὸ ἴδιο σκοτάδι.
Μετρώντας πόσος θάνατος τοῦ περίσσευε καὶ πρὶν καὶ μετὰ ἀπὸ κάθε ποίημα.
Ἔφραζε μὲ παλιὲς ἐφημερίδες τὸ κορμί, νὰ μὴν περνᾶνε ἀπ' τὶς χαραματιὲς τὰ νερὰ καὶ τὸ κρύο.
Ὕστερα ἐκείνη ἡ θάλασσα, στὸν Ἁγιαντρέα χαράματα, κι' ὅ,τι στὸν ἴσκιο τῆς καραδοκώντας,
ἕνα ἄγριο φῶς στὴν ὄψη του, καθὼς ἀνέβαινε τὸ δρόμο στὸν αἰθέρα,
ἔνοικος τώρα τοῦ παντοτεινοῦ,
κεκυρωμένος.