Ὁλονυχτὶς τὸ πλευρό μου ἔμπαζε ἀέρα.Ὅπως ἤμουν σκεπασμένος κρύωνα. Σηκώ-
θηκα λοιπὸν κι ἔφραξα τὴν τρύπα μ' ἕνα παλιὸ πουκάμισο γιὰ νὰ ἡσυχάσω.
Ξανακοι-
μήθηκα κι εἶδα ὄνειρα. Εἶχαν πεθάνει οἱ ἄνθρωποι καὶ ζοῦσαν μόνο τὰ πουλιά. Σκόρ-
τσοι νυχτοπιπίνια ὀλέμινθοι μηλένιες καὶ σπαρτάφιλοι. Ἤμουν κι ἐγὼ νεκρὸς ἀλλὰ
κρατοῦσα τὶς αἰσθήσεις μου. Τὰ ροῦχα μου τώρα μὲ στένευαν καὶ τὰ φτερά μου ὅπως
ἐφύσαγε φεύγανε μακριὰ ἀπὸ μένα σὰν τὰ παιδιὰ ποὺ παίξανε καὶ πάλεψαν στὰ
χώματα κι ὕστερα χάθηκαν σιγὰ σιγὰ γυμνὰ κι ἀμίλητα μέσα στὸν ἥλιο.