• image
  • Εργοβιογραφικό Σινόπουλου
  • Μικρό ιστορικό
  • image
Previous Next
 

 

Ἐκεῖνο ποὺ ἐλπίζω νὰ ἐννοήσετε ἀπὸ μένα δὲν εἶναι ἡ ἐξιστόρηση τοῦ γεγονότος. Μὲ νοιάζει πιὸ πολὺ ἡ οὐσία ἡ ἰδιαίτερη ποὺ κρύβεται στὸ γεγονὸς ἀνάμεσα ὅπως τὸ ἁλάτι στὸ νερὸ τῆς θάλασσας ἢ μέσα στὶς οἰκοδομὲς τὸ φῶς. Τὴν ὥρα ἐκείνη φυσικὰ φῶς δὲν ὑπῆρχε. Περπατούσαμε. Κι ἡ μάνα ἦταν σχεδὸν τυφλή. Πάντα παραπονιόταν πὼς δὲν ἔβλεπε τὴ νύχτα. Τῆς χρησίμευαν ἔτσι πολὺ συχνὰ τὰ μάτια μου συχνὰ κρατιόταν πάνω μου γιὰ νἄχει σιγουριὰ στὸ βάδισμα. Ὅμως τὸ βράδυ ἐκεῖνο ποὺ γυρίζα­με κρατιότανε πάρα πολὺ περισσότερο ἴσως ἀπ' τὴν ἄφωνη σύμβαση τῶν σωμάτων μας. Μὲ κούραζε. Τότε τὴν ἔσπρωξα! Ὅμως τὴν ἔσπρωξα; Ἴσως χαλάρωσα κάπως ἀπότομα τὸ χέρι μου ἀπ' τὸ σφίξιμο. Ἴσως τὸ χέρι της ἐγύρεψε νὰ στηριχτεῖ πιὸ στέ­ρεα κάπου ἀλλοῦ. Ἴσως τὴν ἄφησα χωρὶς κανένα στήριγμα. Δὲν ξέρω ἂν ἔφταιξε μο­νάχα αὐτό. Ἴσως ἀπαίτηση τῆς νύχτας ἦταν νὰ ξεφύγω ἀπὸ τὰ χνῶτα της ποὺ ἐρχόντανε πάνω στὰ μοῦτρα μου. Ἤμουν γεμάτη ἀπὸ συμπάθεια γιὰ τὴ μάνα τὸ τονί­ζω αὐτό. Μὰ τὸ κορμὶ της εἶχε τὴν ἰδιαίτερη ὀσμὴ τῶν παλιῶν γυναικῶν μὲ τ' ἀκί­νητα κύτταρα ποὺ βασανίζονται ἀπὸ ἀόριστες παθήσεις. Ἴσως αὐτὰ ποὺ ἀνιστορῶ νἆναι γεννήματα ἑνὸς μυαλοῦ ποὺ βρίσκεται σὲ ταραχὴ καὶ νὰ μὴν ἀληθεύει τίποτα. Μονά­χα νὰ τὴν ἔσπρωξα. Ὅπως ξυπνᾶς ἕνα πρωὶ καὶ σ' ἐνοχλεῖ ἡ γαλήνη γύρω σου κά­νεις μιὰ κίνηση θέλω νὰ εἰπῶ καὶ δὲ φαντάζεσαι πὼς κάποιος πέφτει ἀπὸ τὸ τρίτο πάτωμα. Ὕστερα ἀκούγεται ἡ κραυγή. Τὸ ξέρω δὲν τὴν ἔσπρωξα. Τουλάχιστο δὲν ἔβαλα τὴ δύναμή μου ἀντίμαχη μὲ τὴ δι­κή της δύναμη. Ἴσως τὸ χέρι μου κουράστηκε. Ὅμως δὲν ἄφησα πάρα πολὺ τὸ σῶ­μα της νὰ φύγει ἀπὸ τὸ στήριγμα. Μπορεῖ καὶ νἄτανε δική της θέληση νὰ κρατηθεῖ πιὸ λίγο ἀπ' ὅ,τι ἐγὼ λογάριασα. Μὰ κοίταξε. Ὁ λάκκος πρόσμενε. Κι ἡ πέτρα κά­τω κοφτερή. Δὲν πρόσεξα. Νόμιζα ἐξαφορμῆς ἡ νύχτα πὼς συνεχιζόταν τὸ χορτάρι. Κι ἔτσι συνέβηκε τὸ γεγονός. Τὸ πέσιμο ἦταν σιγανό. Σχεδὸν δὲν ἦταν πέσιμο. Ὅμως τὰ κόκαλα ἀπὸ φύση τους εἶναι ξερά. Κι ἡ πέτρα ἐχτρεύεται τὸ κόκαλο ποὺ μέ­σα στὴ ζεστὴ φωλιὰ τοῦ σώματος ξέχασε τὴν καταγωγή του. Ἴσως ἐκείνη τὴ στιγ­μὴ σκεφτόμουν ἄλλα. Ἴσως ἦταν μία νόμιμη ἄμυνα μπροστὰ σὲ τούτη τὴν ὀσμὴ τό­σο φριχτὴ καμιὰ φορὰ τοῦ ἀνθρώπινου ἵδρωτα. Μὰ τὴ φωνὴ τὴν ἄκουσα. Κι ἀπόρη­σα. Δὲν ἤξερα πόσο εἶναι τὸ κορμί μας ψεύτικο σὰ θὰ γεράσει. Πόνεσα. Κι αὐτὸ εἶναι σίγουρο. Ἡ κραυγὴ τῆς μάνας μ' ἔσφαξε. Καὶ μόνο ὅταν τὴν ἄδραξα γοργὰ νὰ τὴ ση­κώσω τότε τὸ εἶδα πὼς τὸ κόκαλο τσακίστηκε στὰ δυό. Στὸ σπίτι ὁ Κωνσταντῖνος εἶπε μόνο μάνα τρέχοντας. Μὰ σίγουρα κατάλαβε λιγότερα ἀπ' τὴ μάνα του.

 

Αὐτὴ εἶχε πιὰ γευτεῖ τὴ γοητεία ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ πέρασμα.

 
Design by infolib
Design by : infolib.